ἔψηχεν

ἔψηχεν
ψήχω
rub down
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψήχω — ΝΑ καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω αρχ. 1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.) 2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.) 3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”